Ακροατής του ΑΣΤΡΑ 92,8 έστειλε στο σταθμό μας το πιο κάτω κείμενο:
Ήταν δύσκολο να συγκρατήσω το δάκρυ να κυλήσει όταν μέσα στο αυτοκίνητο άκουγα, ως συνήθως, την πρωινή εκπομπή του ΑΣΤΡΑ πηγαίνοντας στο γραφείο σήμερα.
Το δάκρυ δεν ήταν για τον πεντάχρονο γιό μας!
Γιατί ήταν γιος μας όλων, ο μικρούλης που άφησε την τελευταία του πνοή χωρίς να ξέρει το λόγο.
Έτσι τουλάχιστον νοιώσαμε -έστω για μια μόνο στιγμή- όλοι.
Ντρέπομαι που το γράφω αυτό αλλά αισθάνομαι ότι το παιδί της εύπορης οικογένειας έφυγε από ένα κόσμο που δεν αξίζει για κανένα παιδί. Δεν του έπρεπε τέτοια τύχη!
Να ζήσει να μεγαλώσει σε ένα κόσμο που κάθε μέρα χιλιάδες συνομήλικα του παιδιά -αν έχουν την τύχη να γίνουν 5 χρονών- πεθαίνουν από την πείνα, από τη δίψα, από την αρρώστια, από τον πόλεμο.
Σε ένα κόσμο που εκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν στο ήλιο μοίρα.
Έχουν -για να διορθώσω-μία προδιαγεγραμμένη μοίρα. Το ξέρουμε όλοι αυτό!
Οι ενοχές μας δεν ξεπλένονται με δάκρυα. Δεν παίρνουμε συγχωροχάρτι για τα κρίματά μας με δύο σταγόνες που θα τρέξουν στα μάγουλα μας.
Τα παιδιά με τις πρησμένες κοιλίτσες και τα μεγάλα μάτια που σε δικάζουν, είναι εδώ!
Σα να σου λένε. Τι με κοιτάς; Δεν ξέρεις ότι έχεις ευθύνη που είμαι έτσι;
Δεν έκλαψα για τα χιλιάδες παιδιά της Παλαιστίνης που περπατάνε ξυπόλυτα στους χωματόδρομους της Γάζας. Γι’ αυτά που πεθαίνουν γιατί το κράτος δολοφόνος που είναι στη γειτονιά μας, αρνείται να τους επιτρέψει να ζήσουν. Το “κράτος” που αρνείται στους γονείς τους να χαρούν την ενηλικίωση τους. Που τους αρνείται τη μόρφωση, την υγεία. Το γέλιο βρε αδελφέ. Την οικογενειακή γαλήνη.
Τι, δεν είναι οι δολοφόνοι, γονείς; Δεν χαίρονται αυτοί τα παιδιά τους; Γιατί στερούν από τους άλλους αυτή τη χαρά;
Δεν έκλαψα για τις οικογένειες των ακτιβιστών.
Για τα χιλιάδες κινεζάκια που πεθαίνουν από τη μελαμίνη στο γάλα, για τα παιδιά του Τσέρνομπιλ ή για τους προδομένους φαντάρους που ταυτοποιούμε τα κόκκαλα τους που ξεθάβουμε, χρόνια μετά.
Έκλαψα γιατί επιβεβαιώθηκε κάτι που πάντα πίστευα και συνεχίζω να πιστεύω.
Ότι το καλό ραδιόφωνο μας φέρνει αντιμέτωπους με τη συνείδησή μας!
Ας προσπαθήσουμε –έστω για μια μόνο στιγμή- να καταλάβουμε ότι δεν «τα παίρνουν» όλοι οι δημοσιογράφοι. Δεν είναι όλοι τους διαβρωμένοι. Δεν υπηρετούν όλοι τους, συμφέροντα.
Δεν τους πήρε όλους από κάτω η ρουτίνα!
Δεν είναι όλοι πέτσινοι χωρίς αισθήματα!
Πίσω από μερικές φωνές που ακούμε, πίσω από μερικές πένες που διαβάζουμε, υπάρχουν άνθρωποι που τάχτηκαν να μας υπηρετούν!
Να ξυπνάνε –αν καταφέρουν να κοιμηθούν-σε ώρες βάρβαρες. Να ζουν με το άγχος του ρολογιού για το δελτίο ή «το κλείσιμο της ύλης». Να παίρνουν βαθιά ανάσα για να πουν τις ειδήσεις.
Να σταματούν τη ζωή τους, να βάζουν στην μπάντα τα «δικά» τους και να «απαγγέλουν» στο μικρόφωνο ή να γεμίζουν το μονόστηλο, με τα προβλήματα των «άλλων».
Για την ενημέρωση! Γι’ αυτό που είναι το ίδιο απαραίτητο για το χτίσιμο του πολίτη όπως είναι το ψωμί και το νερό για να χτίσει το σώμα.
Πως θα βγει το δελτίο ή το άρθρο όταν στη βάρδια σου τύχει, το ναυάγιο, όταν σου τύχει το δυστύχημα, η πτώση του αεροπλάνου;
Πώς θα βγει όταν πρέπει να διαβάσεις το κατάλογο των θυμάτων;
Όταν θα κληθείς να προστατεύσεις τους συγγενείς να μη μάθουν το όνομα του δικού τους πριν την ειδοποίηση των αρχών;
Πώς θα τον αντέξεις τον ψεύτη τον πολιτικό, τον φαύλο το χαρτογιακά, το βρωμερό ιερωμένο ή τον ευθυνόφοβο το λειτουργό;
Πώς θα συγκρίνεις τη δουλειά σου με τη δουλειά αυτών που καμώνοντας τους σπουδαίους, δημοσιεύουν φωτογραφίες ή περιγραφές, δραχμοποιώντας τα συναισθήματα μας;
Πώς θα την κάνεις την αξιολόγηση; Πώς θα διασταυρώσεις την πληροφορία; Την έρευνα πώς θα ολοκληρώσεις, με το ρολόι απέναντι να κτυπά αμείλικτα;
Πώς θα την κάνεις την ριμάδα την ερώτηση, ρισκάροντας τη συνέχιση της εργοδότησής σου;
Πώς θα του πεις του αρχισυντάκτη διαφωνώ; Το σχόλιο πώς να το βάλεις σε πλαίσιο; Πώς θα καταφέρεις να κάνεις εμμονή τη δεοντολογία;
Πώς θα αντιμετωπίσεις το σωματείο που δε φαίνεται νάχει τις ίδιες με σένα ευαισθησίες;
Πώς; Με τι όρεξη θα ‘ρθεις πάλι αύριο για δουλειά;
Όλα αυτά τα πώς, απαντήθηκαν στην εκπομπή του Άστρα της μοιραίας, για τους τραγικούς γονείς του πεντάχρονου, μέρας. Μοιραίας, γι’ αυτούς που μείναμε πίσω. Για όλους εμάς, που σφιχταγκαλιασμένοι με τις ενοχές μας, μένουμε πάντα πίσω.
Απαντήθηκαν όλα, με τη «σπασμένη» φωνή του Γιώργου και το λυγμό της Ελπινίκης.
Γιώργος Αστράβιος