
Από πού ξεκινούν και πού σταματούν οι αρμοδιότητες της;
Η απάντηση μοιάζει εύκολη αλλά όχι στην περίπτωση της Κύπρου και της Ελλάδας.
Ακόμα και στις άλλες ορθόδοξες χώρες.
Και ο λόγος είναι απλός.
Η Εκκλησία από την εποχή που απέκτησε δύναμη και συγκροτήθηκε σε οργανωμένο σύνολο απέκτησε μεγάλη δύναμη σε σημείο που την κατέστησε συνεξουσία με τις εκάστοτε εξουσίες, τόσο στην εποχή του λεγόμενου Βυζαντίου όσο και στην εποχή της Οθωμανοκρατίας.
Αλλά και μετά την απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό, στην Κύπρο (και στην Ελλάδα) συνέχιζε να παίζει ηγετικό ρόλο.
Στην Κύπρο επί βρετανικής αποικιοκρατίας θεωρείτο η ηγέτης των χριστιανών κυπρίων γι αυτό και όταν εμφανίστηκε μια νέα δύναμη η οποία αμφισβήτησε τον ηγετικό της ρόλο, η Εκκλησία άνοιξε ένα λυσσαλέο πόλεμο εναντίον της χωρίς να διστάσει να συνεργαστεί ακόμα και με τους βρετανούς προκειμένου να αντιπαρατεθεί με το νεαρό τότε Κ.Κ.Κ.
Μετά την ανεξαρτησία η Εκκλησία είναι και πάλι παρόν, έχοντας τον ηγέτη της και ως τον πρώτο εκλεγμένο πρόεδρο της Κύπρου.
Πατώντας πάνω σε αυτή την ιστορική πραγματικότητα η Εκκλησία διεκδικεί μέχρι σήμερα ρόλο και στο κυπριακό. Έχασε βέβαια τον εθναρχικό της χαρακτήρα αλλά αυτό δεν την εμποδίζει από του να επιζητεί σημαντικό ρόλο.
Πού ξεκινούν, λοιπόν, και πού σταματούν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της.
Έχει το δικαίωμα να ανακατεύεται στην πολιτική και να προσπαθεί να περάσει την πολιτική της;
Έχει το δικαίωμα να συμμαχεί με πολιτικές δυνάμεις προκειμένου να επηρεάζει εκλογικές αναμετρήσεις;
Έχει το δικαίωμα να αντιπολιτεύεται ή να συμμαχεί με τον οποιονδήποτε πρόεδρο της Δημοκρατίας και να (συν)χαράζει πολιτική;
Θεωρούμε πως όχι.
Η Εκκλησία έχει το δικαίωμα να λέει την άποψη της. Να καταθέτει τις απόψεις της.
Όχι να επεμβαίνει στην πολιτική με τον τρόπο που επεμβαίνει όλα αυτά τα χρόνια.
Δεν έχει το δικαίωμα να χωρίζει το λαό εκδίδοντας φυλλάδια και βιβλία που προωθούν το μίσος και τον φανατισμό εναντίον των αντίθετων απόψεων.
Σε αντίθετη περίπτωση, αφού όπως λέει εκπροσωπεί το ποίμνιο και το ποίμνιο είναι οι χριστιανοί πολίτες του τόπου, τότε τα πράγματα δεν πρέπει να είναι μονόδρομος.
Δεν πρέπει να εκμεταλλεύεται τα υπερ-προνόμια που έχει.
Θα πρέπει να επιτρέπει και στην πολιτεία να επεμβαίνει στα εκκλησιαστικά.
Είναι λοιπόν έτοιμη η Εκκλησιαστική ηγεσία να συναινέσει προς τούτο;
Ή μήπως εδώ ισχύει η λαϊκή ρήση: «Εν της παπαθκιάς τα ξύλα;»